αναπέταση

αναπέταση
η
διάπλατο άνοιγμα, άπλωμα, ξεδίπλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπετάσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀναπετάσῃ — ἀναπετάννυμι spread out aor subj mid 2nd sg ἀναπετάννυμι spread out aor subj act 3rd sg ἀναπετάννυμι spread out fut ind mid 2nd sg ἀναπετά̱σῃ , ἀναπετάομαι f aor subj mp 2nd sg (doric aeolic) ἀναπετά̱σῃ , ἀναπετάομαι f fut ind mp 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπετάσω — αναπετάννυμι*, ανοίγω διάπλατα, ξεδιπλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπέτασα, αόρ. τού ἀναπετάννυμι. ΠΑΡ. αναπέταση] …   Dictionary of Greek

  • καρχήσιος — καρχήσιος, ὁ (Α) [καρχήσιον] 1. το σχοινί που χρησίμευε για αναπέταση τών ιστίων τών ιστιοφόρων 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου …   Dictionary of Greek

  • προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”